μυαλγία

μυαλγία
η мышечная боль, миальгия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μυαλγία" в других словарях:

  • μυαλγία — η ιατρ. μυϊκό άλγος, μυϊκός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myalgie (< μῦς + ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • μυαλγία — η πόνος των μυών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυαλγικός — ή, ό [μυαλγία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυαλγία ή αυτός που προέρχεται από μυαλγία …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • Muskelschmerz — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie …   Deutsch Wikipedia

  • Myalgie — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie …   Deutsch Wikipedia

  • Myalgien — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

  • μυωδυνία — η ιατρ. μυαλγία, πόνος τών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myodynie < μυς «μυς τού σώματος» + οδύνη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»